- ῥαφιδοποιός
- ῥᾰφῐδο-ποιός, ὁ,A needle-maker, ib.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ραφιδοποιός — ὁ, Α κατασκευαστής ραφίδων, αυτός που κατασκευάζει βελόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφίς, ίδος + ποιός*] … Dictionary of Greek